κατελεώ

κατελεώ
κατελεῶ, -έω (Α)
(επιτ. τ. τού ελεώ) αισθάνομαι μεγάλο οίκτο για κάποιον, συμπαθώ, συμπάσχω με κάποιον, λυπάμαι κάποιον πολύ («ἐάν τε σφέτερος ἔκγονος ὐπόχαλκος ἢ ὐποσίδηρος γένηται μηδενὶ τρόπῳ κατελεήσουσιν», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”